- ξεβοτάνισμα
- το, -ατοςη πράξη και το αποτέλεσμα του ξεβοτανίζω, το ξεχορτάριασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεβοτάνισμα — το [ξεβοτανίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεβοτανίζω, η αφαίρεση τών βλαβερών χορταριών από καλλιεργημένο χωράφι, βοτάνισμα … Dictionary of Greek
ξεχορτάριασμα — το [ξεχορταριάζω] ξερίζωμα τών άγριων και άχρηστων χορταριών από καλλιεργήσιμη γη, βοτάνισμα, ξεβοτάνισμα … Dictionary of Greek
ξεχορτάριασμα — το, ατος ξερίζωμα των χορταριών, ξεβοτάνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)